Carradine #4

“Καλημέρα T.” της έγραψα

Με ρώτησε πώς είμαι από ίντερνετ, αν είχα όρεξη για βιντεοκλήση. Δεν είχα. Ποτέ δεν είμαι ιδιαίτερα περιποιημένος αλλά τις τελευταίες μέρες μου αρέσω ακόμα λιγότερο, χρειάζομαι κούρεμα, σίγουρα.

Πάτησα το κουμπί και η εικόνα της ήρθε στην οθόνη. Είχε κόψει αφέλειες και από κάπου είχε ανασύρει ένα στενό βινυλένιο τοπ. Άφησα ένα επιφώνημα θαυμασμού, το αξίζει ένας άνθρωπος που βρίσκει το κέφι να εφεύρει έναν εαυτό μετά από δύο μήνες σε καραντίνα. Το ποτήρι κουνήθηκε, έτρεμε γλιστρώντας προς την άκρη του τραπεζιού. Δεν είμαι χαζός, ξέρω ότι ο σεισμός δεν έχει καμία σχέση με την επιδημία αλλά όλο τον τελευταίο μήνα μας έχει ταράξει στους σεισμούς. Αυτήν τη φορά ούτε που σηκώθηκα από την καρέκλα, το να βγω έξω για κάτι τέτοιο δεν το συζητάμε. Τελευταία φορά που έλειψα από το σπίτι για μισή ώρα μου έκλεψαν το καλό μου λάπτοπ με τις φωτογραφίες δύο χρόνων. Δεν με πείραξε τόσο αυτό, βάρος μου ήταν, ίσως, στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω ότι αυτές οι φωτογραφίες βρίσκονται κάπου εκεί όπου βρίσκονται τα κανονικά πράγματα, η κανονική ζωή. Και αυτό δεν είναι εδώ, σίγουρα. Με πείραξε που γύρισα στο παλιό μου μηχάνημα και αυτό ήταν αργό και δεν έχω ιδέα πώς θα αποκτήσω καινούριο. Ούτε η Tura S κουνήθηκε. Αγαπούσα σε αυτήν ότι δεν ήταν μπάρμπι, δεν κατέφευγε σε τζάμπα δράματα. Ήρεμη, αλλά δεν είχε τίποτα παθητικό. Καμία δεν πρέπει να είναι μπάρμπι στα 40, όχι ότι πρέπει στα 20, αλλά γίνεται και αυτό. “Θα φύγω αύριο το πρωί”, της είπα. “Έτσι λες εδώ και δύο εβδομάδες” μου έγραψε και δεν είχα λόγο να το αρνηθώ. Ίσως, ούτε και να επιμείνω.